- γάμοις
- γάμοςweddingmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DEDUCTIO Nuptialis — [Gap desc: Hebrew] seu Deductio in Domum aut Thalamum Hebraeis dicebantur Nuptiae, a Sponsalibus discriminatae, cum viz. post haec Nuptiae perfectae fiebant ac absolutae. Cuius discriminis vestigia apparent in lege illa militari Deut. c. 20. v. 7 … Hofmann J. Lexicon universale
ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… … Dictionary of Greek
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
κηρίων — κηρίων, ωνος, ό [κηρίον] 1. κέρινη λαμπάδα («πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.). 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
συγχορηγώ — έω, Α [χορηγῶ] 1. είμαι χορηγός μαζί με άλλον, είμαι συγχορηγός 2. συνεισφέρω σε κάτι («τοῑς δὲ σοῑς γάμοις καὶ βασιλεῑς... συγχορηγοῡσιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
υπερχαίρω — ὑπερχαίρω ΝΑ χαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν. β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῑς γάμοις αὐτοῡ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek